Ανάλυση των εργαλείων της εποπτείας
❖ Αξιολόγηση Κινδύνου και Κατάταξη των Οικονομικών Δραστηριοτήτων σε Βαθμούς Επικινδυνότητας (άρθρ. 137): Ο σχεδιασμός των ελέγχων με βάση τον κίνδυνο οδηγεί σε μια προσέγγιση που διαφοροποιεί τις οικονομικές δραστηριότητες βάσει του βαθμού επικινδυνότητας ως προς την προστασία του δημοσίου συμφέροντος. Οι εποπτεύουσες αρχές οφείλουν πλέον να εφαρμόζουν ένα σύνολο κριτηρίων που τους επιτρέπει να εστιάσουν σε αντικείμενα ελέγχου με τη μεγαλύτερη επίπτωση σε βασικά δημόσια αγαθά (όπως είναι η υγεία, η ασφάλεια και το περιβάλλον). Η αξιολόγηση των κινδύνων και ο σχεδιασμός των ελέγχων με βάση τον κίνδυνο αποσκοπεί στο μέγιστο όφελος για το δημόσιο συμφέρον μέσω του περιορισμού των υφιστάμενων ή δυνητικών κινδύνων, στη βέλτιστη αξιοποίηση των διαθέσιμων οικονομικών και ανθρώπινων πόρων για την αντιμετώπιση ουσιαστικών προβλημάτων, στον καθορισμό στόχων και στρατηγικών από πλευράς εποπτευουσών αρχών (π.χ. μείωση τραυματισμών σχετικών με την εργασία, μείωση ασθενειών από την κατανάλωση τροφίμων, μείωση βλαβών που προκαλούνται από τα προϊόντα, κ.λπ.), καθώς και στην ενίσχυση της διαφάνειας και της συνέπειας ως προς τον προγραμματισμό των ελέγχων σε όλα τα πεδία εποπτείας.
❖ Σύστημα Διαχείρισης Καταγγελιών - ΣΔΚ (άρθρ. 140): Σε ένα σύστημα εποπτείας που βασίζεται στον κίνδυνο, ένα σύστημα διαχείρισης καταγγελιών βάσει κινδύνου είναι απαραίτητο για τη διασφάλιση της συνοχής μεταξύ προληπτικών ελέγχων (που πραγματοποιούνται μετά από προσεκτικό σχεδιασμό) και ελέγχων που δεν είναι σχεδιασμένοι και συμβαίνουν κατόπιν καταγγελίας. Συνεπώς, η διαχείριση καταγγελιών με βάση τον κίνδυνο, αφενός διασφαλίζει τη συνέπεια με την ευρύτερη στρατηγική για τον έλεγχο των οικονομικών δραστηριοτήτων και προϊόντων, αφετέρου διαχωρίζει τις καταγγελίες χαμηλού κινδύνου (οι οποίες δεν πρέπει να αποσπούν τους περιορισμένους πόρους των εποπτευουσών αρχών) από τις καταγγελίες υψηλού κινδύνου (οι οποίες θα πρέπει να ελεγχθούν κατά προτεραιότητα για τη μέγιστη προστασία του δημοσίου συμφέροντος).
❖ Φύλλο Ελέγχου - ΦΕ (άρθρ. 147): Το ΦΕ είναι το σύγχρονο εργαλείο που οφείλουν να χρησιμοποιούν οι ελεγκτές ή/και οι εποπτεύουσες αρχές κατά τον έλεγχο οικονομικών δραστηριοτήτων και προϊόντων. Το ΦΕ περιέχει τόσο ερωτήσεις (σημεία ελέγχου) για την αποτύπωση πληροφοριών για την ελεγχόμενη επιχείρηση (οικονομική δραστηριότητα), όσο και ερωτήσεις που βοηθούν τον ελεγκτή να εξετάσει τη συμμόρφωση της επιχείρησης με την κείμενη νομοθεσία. Είναι ένα φύλλο αξιολόγησης της συμμόρφωσης που περιέχει τις βασικές νομοθετικές απαιτήσεις ή κατηγορίες απαιτήσεων, με βαθμονόμηση ανάλογη του άμεσου (κρίσιμου) κινδύνου που μπορεί να προκληθεί λόγω έλλειψης συμμόρφωσης ως προς κάθε συγκεκριμένη απαίτηση. Η υιοθέτηση των ΦΕ προσδίδει στον έλεγχο τυποποίηση των διαδικασιών, ομοιομορφία, διαφάνεια, καθώς και κοινή ερμηνεία αλλά και προτεραιοποίηση των σημαντικών (κρίσιμων) απαιτήσεων. Επιπλέον, το ΦΕ προωθεί την αυτοσυμμόρφωση, καθώς είναι πλέον υποχρεωτικά διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο των εποπτευουσών αρχών, ώστε ο ελεγχόμενος να γνωρίζει εκ των προτέρων το περιεχόμενό του και να το χρησιμοποιεί για αυτοέλεγχο και έλεγχο απόδοσης.
❖ Μοντέλο Ενεργειών Συμμόρφωσης - ΜΕΣ (άρθρ. 149): Ως αυτόνομο θεσμικό εργαλείο εποπτείας εισάγεται το ΜΕΣ, το οποίο αποτελεί το πιο καινοτόμο στοιχείο του νέου νόμου. Το ΜΕΣ καταρτίζεται από τις αρμόδιες Αρχές Οργάνωσης Εποπτείας και Συντονισμού με τρόπο που προάγει τη συμμόρφωση και την υιοθέτηση καλών πρακτικών. Το ΜΕΣ υποστηρίζει την ορθή λήψη αποφάσεων των ελεγκτών, ώστε να καθοδηγούν και να πληροφορούν τις επιχειρήσεις για την επίτευξη της συμμόρφωσης, καθώς και να επιβάλλουν μέτρα και κυρώσεις σε περιπτώσεις που εντοπίζονται παραβιάσεις της νομοθεσίας κατά τη διαδικασία του ελέγχου. Στο ΜΕΣ προβλέπεται ότι, όταν διαπιστώνεται μη συμμόρφωση, η λήψη των αναγκαίων μέτρων και κυρώσεων θα λαμβάνονται εφόσον η παράβαση δεν μπορεί να αποτραπεί με την παροχή οδηγιών και κατευθύνσεων προς τον φορέα, ώστε να πετύχει τον απαιτούμενο βαθμό συμμόρφωσης. Ειδικότερα, το ΜΕΣ προωθεί τη διαφάνεια και την ομοιομορφία στον τρόπο που επιβάλλονται οι ενέργειες και τα μέτρα συμμόρφωσης, μέσα από τη δημιουργία ενός λογικά δομημένου δέντρου λήψης αποφάσεων. Επιπλέον, προάγει την αναλογικότητα και τη στοχοθέτηση, καθώς οι ενέργειες και τα μέτρα συμμόρφωσης θα πρέπει να είναι εύλογες και να τηρούν την αρχή της αναλογικότητας ως προς την επαπειλούμενη ζημιά στο δημόσιο συμφέρον. Συνεπώς, το ΜΕΣ βοηθά τους ελεγκτές κατά τη λήψη αποφάσεων σε περίπλοκες υποθέσεις, αλλά λειτουργεί και καθοδηγητικά για τους λιγότερο έμπειρους ή εκπαιδευόμενους ελεγκτές. Παράλληλα, με το άρθρ. 151 του ν. 4512/2018, εισάγεται μια κοινή προσέγγιση επιβολής μέτρων και κυρώσεων που θα πρέπει να υιοθετηθεί από όλες τις εποπτεύουσες αρχές και να αποτυπωθεί στα αντίστοιχα ΜΕΣ. Τα νέα κυρωτικά συστήματα δεν περιορίζονται στην επιβολή προστίμων και ποινών, αλλά εισάγουν στοιχεία σχετικά με την παροχή κατευθυντήριων γραμμών, οδηγιών και πληροφόρησης προς τις επιχειρήσεις (όταν η έλλειψη συμμόρφωσης χαρακτηρίζεται ως μη σημαντική), ή γραπτών συστάσεων για συμμόρφωση και επανέλεγχο εντός προθεσμίας. Η συμμόρφωση, καθώς και η καλή συνεργασία του ελεγχόμενου με τον ελεγκτή για την επίτευξή της, αποκτούν πλέον χαρακτήρα επιχειρηματικού πλεονεκτήματος.
❖ Πληροφόρηση (άρθρ. 142): Οι Αρχές Οργάνωσης Εποπτείας και Συντονισμού πληροφορούν το κοινό για θέματα που εμπίπτουν στο πεδίο εποπτείας τους, εκδίδοντας γενικές οδηγίες οι οποίες είναι κατανοητές και προσβάσιμες σε όλους τους ενδιαφερόμενους. Οι γενικές οδηγίες περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τις απαιτήσεις του νόμου για συμμόρφωση και τον τρόπο ερμηνείας τους, τις διαδικασίες συμμόρφωσης και αξιολόγησης κινδύνου, την παροχή πληροφοριών και κατευθυντήριων οδηγιών, τα προγράμματα ελέγχων, τις ενέργειες σε περίπτωση διαπίστωσης παραβάσεων κατά τον έλεγχο, τη διαδικασία καταγγελιών, τα ένδικα μέσα που μπορεί να ασκήσει ο ελεγχόμενος, καθώς και τους τρόπους επικοινωνίας με τις εποπτεύουσες αρχές. Επιπλέον, προβλέπονται και άλλοι τρόποι πληροφόρησης, όπως η δημοσιοποίηση οδηγών ορθής πρακτικής και άλλων εγγράφων παροχής κατευθυντήριων οδηγιών, η οργάνωση εκπαιδευτικών σεμιναρίων, κ.λπ..